κίμβιξ

κίμβιξ
κίμβιξ, -ικος
Grammatical information: m.
Meaning: `niggard, skinflint' (Xenoph., Arist., Plu.).
Derivatives: κιμβικ[ε]ία (κιμβηκια Η) πανουργία, ἐνεασμός (r. ἐνδοιασμός) H.; also κιμβ(ε)ία `stinginess' (Artist., H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Popular-expressive word in -ιξ (Chantraine Formation 382), which cannot be analysed. Perhaps with Persson Studien 177 n. 1, Grošelj Živa Ant. 2, 209f. to σκιπός σκνιφός, ὁ μικρολόγος H.; σκιφία H. as explanation of κιμβεία; further possible connections s. κνίψ. - No doubt a Pre-Greek word.
Page in Frisk: 1,853

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κίμβιξ — κίμβιξ, ικος, ὁ (Α) 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος 3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχ. καθημερινής ομιλίας,… …   Dictionary of Greek

  • κίμβιξ — niggard masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίμβικα — κίμβιξ niggard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίμβικας — κίμβιξ niggard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίμβικες — κίμβιξ niggard masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίκκαβος — κίκκαβος, ὁ (Α) 1. ονομασία μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, κατά τον Πολυκράτη 2. κίμβιξ*, φιλάργυρος («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική γλωσσοπλασία τού Φερεκράτη από τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • κιμβεία — κιμβεία, ἡ (Α) η τσιγγουνιά, η φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιμβ (τού κίμβιξ) + επίθημα εία (πρβλ. ανδρ εία, υγι εία)] …   Dictionary of Greek

  • κιμβικεία — και κιμβικία, ἡ (Α) [κίμβιξ] κιμβεία* …   Dictionary of Greek

  • κιμβικεύομαι — (Μ) [κίμβιξ] είμαι φειδωλός, τσιγγουνεύομαι …   Dictionary of Greek

  • κυμινοκίμβιξ — κυμινοκίμβιξ, ικος, ὁ (Α) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + κίμβιξ «τσιγγούνης»] …   Dictionary of Greek

  • λιμοκίμβιξ — λιμοκίμβιξ, ικος, ό, ἡ (Α) αυτός που πεθαίνει τής πείνας από στέρηση λόγω φιλαργυρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κίμβιξ, ικος «φειδωλός, τσιγγούνης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”